Ινδοκούς

Ινδοκούς
Ίνδοκοδχος ο горы Гиндукуш

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Ινδοκούς" в других словарях:

  • Ινδοκούς — Οροσειρά της κεντρικής Ασίας …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • Ραβαλπίντι — Πόλη του βόρειου Πακιστάν, στο Παντζάμπ, στα πρώτα αντερείσματα της οροσειράς των Ιμαλαΐων (520 μ.) και επί της σιδηροδρομικής γραμμής Πεσαβάρ Λαχόρης. Τον Αύγουστο του 1960 έγινε πρωτεύουσα της χώρας αντί του Καράτσι· η εκλογή αυτή έγινε και… …   Dictionary of Greek

  • Τουρκεστάν — ή Τουρκιστάν). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ασίας, οι κάτοικοι της οποίας μιλούν ιδιώματα του τουρκικού γλωσσικού κορμού. Εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα Δ, έως την έρημο Γκόμπι στα Α και ορίζεται στα Ν από τις ορεινές αλυσίδες Κοπέτ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»